- σερικίνη
- η, Νβλ. σηρικίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σηρικίνη — και σερικίνη, η, Ν συστατικό τού μεταξιού, σε ποσοστό 20% περίπου, που αποτελείται από μια οικογένεια πρωτεϊνών στις οποίες κυριαρχεί η σερίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sericin < λατ. sericum «σηρικό, μετάξι»] … Dictionary of Greek